Να με θυμάσαι !!!

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Τα Χριστούγεννα της καρδιάς



Γεια σας με λένε Ιωάννα, Ιωάννα της καρδιάς, απλά κι ωραία χωρίς επίθετο. Nαι, χωρίς επίθετο, ε και; Σας φαίνεται παράξενο έτσι;  Δεν έχω μπαμπά αλλά έχω πολλές μαμάδες.  Όταν λέω πολλές μαμάδες μην φανταστείτε και αμέτρητες.  Τρεις όλες κι όλες.  Η αδελφή Μαρία, η αδελφή Αντιγόνη και η αδελφή Ισμήνη. 

Το σπίτι μου είναι τεράστιο με πολλά δωμάτια για να χωρέσουν μέσα όλα μου τα αδελφάκια μικρά και μεγάλα.  Το κακό είναι πως αυτά τα αδελφάκια αραιά και που μου τα παίρνουν.  Τα δίνουνε σ’ άλλες οικογένειες κι έτσι μ’ αυτό τον τρόπο από τρεις μαμάδες αποκτάνε ένα μπαμπά και μία μαμά. Κάθε φορά που φεύγει κι ένα παιδί  κάθομαι σ’ ένα μεγάλο δέντρο και του φωνάζω δυνατά μέχρι το αυτοκίνητο χαθεί από μπροστά μου.

«Να ξανάρθεις, μην με ξεχάσεις.  Να μου γράφεις!!»

Μόνο που κανένα από αυτά τα παιδιά δεν γύρισε πίσω.  Είμαι σίγουρη πως ήθελε να ξεχάσει.  Γιατί όμως αφού περνούσαμε ωραία θυμάμαι.  Όταν άλλαζαν οι εποχές άλλαζε όψη και το σπιτικό μας.  Όπως και εκείνα τα Χριστούγεννα του ’90.  Ήταν τα Χριστούγεννα που ο μικρός πόνος στη καρδιά μου δεν λέει να μ’ αφήσει ακόμη μέχρι και σήμερα αν και έχουν αλλάξει πολλά από τότε.  Είμαι σίγουρη πως μέχρι και ο Αϊ Βασίλης είχε κλάψει. 

Όλα ξεκίνησαν όταν η αδελφή Μαρία έλαβε ένα μήνυμα με την φράση «Όλα είναι έτοιμα. Τα χαρτιά της υιοθεσίας τα έχομε στα χέρια μας, ερχόμαστε στις 25 του μήνα να πάρομε την Άννη.  Να της πείτε να έχει έτοιμη την βαλίτσα της».

«25 του μήνα!  Αδύνατον!! 25 του μήνα είναι Χριστούγεννα.   Πως θα πούμε της Ιωάννας πως την μέρα των Χριστουγέννων η Άννη πρέπει να φύγει».

«Να μην πούμε τίποτα αδελφή Μαρία.  Εμείς απλά το μόνο που έχομε να κάνομε είναι να ειδοποιήσομε την Άννη να είναι έτοιμη».

«Δεν είναι σωστό αδελφή.  Αν αφήσομε την Ιωάννα στην άγνοια της ίσως να είναι χειρότερα τα πράγματα όταν έρθει εκείνη η στιγμή».

«Άφησε τες να χαρούνε τις προετοιμασίες των Χριστουγέννων όπως κάθε χρόνο και στην Άννη το λέμε την τελευταία στιγμή.  Δεν υπάρχει λόγος δέκα μόνο μέρες πριν να τις αναστατώσουμε», επενέβηκε η αδελφή Ισμήνη μ’ ένα πρόσωπο που αν δεν ήσουν στην θέση της δεν θα μπορούσες να νιώσεις τον πόνο της.

Όπως και η Ιωάννα έτσι και η Ισμήνη είχε την αδυναμία της στην Άννη.  Δεν το έδειξε ποτέ της όμως.  Δεν επιτρεπόταν.  Αν ήταν παντρεμένη σίγουρα θα υιοθετούσε το κορίτσι.  Δυστυχώς όμως η Ισμήνη δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έτσι αφιέρωσε όλη της τη ζωή σ’ αυτό το ορφανοτροφείο.  Όλα αυτά τα παιδιά τα είχε σαν παιδιά της και κάθε φορά που έφευγε ένα από αυτά σπάραζε η ψυχή της.  Τώρα ήρθε η σειρά και της Άννης.

Μπορεί οι μαμάδες μου να μην ήθελαν να μου πουν τίποτα σχετικά μ’ αυτό δεν θα πει όμως πως εγώ δεν ήμουν σε θέση να το μάθω.  Αφού το μεγαλύτερο μου ελάττωμα ήταν να κρυφακούω πίσω από τις πόρτες κάθε φορά που είχαν κάτι να πουν και μετά να τρέχω να το ανακοινώνω σ’ όλα τα υπόλοιπα παιδιά.  Αυτό με έκανε ηρωίδα στα μάτια τους.  Έτσι δηλαδή το έβλεπα εγώ.  Η Άννη όμως το έλεγε αδιακρισία και πως μια μέρα θα τιμωρηθώ πολύ γι’ αυτό.  Μόνο που δεν ήξερα για πια τιμωρία μιλούσε.  Δεν μου εξήγησε.  Γιατί αν μου εξηγούσε σίγουρα δεν θα κρυφάκουγα πίσω από την πόρτα εκείνη τη μέρα και έτσι όλες οι υπόλοιπες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα δεν θα ήταν τόσο δυστυχισμένες.

Γύρισα στο δωμάτιο μας χωρίς καν να μιλήσω σε κανένα από τα παιδιά που βρήκα στον διάδρομο.  Παρόλο που με ρωτούσανε «Έλα Ιωάννα πες μας τι άκουσες», «Θέλω να μάθω και εγώ Ιωάννα λέγε», «Αφού θα μας πεις, ε πού πας;»  Εγώ μουγκάθηκα ξαφνικά και με γοργά βήματα βρέθηκα στο δωμάτιο.

Η Άννη με περίμενε.

«Για λέγε τι άκουσες πάλι!» γεμάτη χαμόγελο περίμενε να της διηγηθώ τις γκριμάτσες που έκανε η κάθε μια από τις μαμάδες μου.

Μόνο που αυτή τη φορά δεν μίλησα.  Ορκίστηκα να μην μιλήσω.  Απλά την κοιτούσα και αναρτιόμουνα τι ακριβώς ήξερε γι’ αυτή την υιοθεσία και πότε θα μου το έλεγε.  Είχαμε ορκιστεί και οι δυο πως θα μέναμε μαζί εδώ σ’ αυτό το σπίτι και όταν θα μεγαλώναμε θα γινόμασταν η αδελφή Άννη και η αδελφή Ιωάννα με τα πολλά παιδιά.  Η Άννη όμως με ξεγέλασε φεύγει και τώρα…

Όσο και να με πίεσε δεν μίλησα καθόλου.  Εκείνο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη να την κοιτάζω και αναρωτιόμουν πια θα ήταν η νέα μου αδελφή που θα μοιραζόμουν το δωμάτιο και την καρδιά μου μαζί της.  Δεν ήξερα αν ήθελα άλλη ή αν ήθελα να έμενα μόνη.  Οι μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα σαν το νερό.  Στολίσαμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, φτιάξαμε το Χριστουγεννιάτικο γλυκό, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες.  Το σπίτι μύρισε γιορτινά, ζεστάθηκε με το τζάκι και με τα γέλια των παιδιών.  Μόνο στην δική μου καρδιά επικρατούσε ακόμη η παγωνιά.

Ξημέρωσε επιτέλους Χριστούγεννα για όλους εκτός από εμένα.  Εγώ απλά ευχόμουν όλες εκείνες τις μέρες να γινότανε κάτι και ο χρόνος να έσπαγε το πόδι του.  Να μην μπορούσε να διασχίσει ανάμεσα στις ώρες για να αλλάξει τις ημερομηνίες του μεγάλου ημερολογίου που βρισκόταν στον τοίχο.  Τίποτα δεν έκανε.  Ούτε μια προσπάθεια, το αντίθετο.  Περπάτησε γοργά, γοργά λες και βιαζότανε.

Το πρωινό μετά την εκκλησία  είχε περάσει ήρεμα λες και δεν συνέβαινε τίποτα.  Το μεσημέρι φάγαμε την μεγάλη γαλοπούλα που έψησε η μαμά Ισμήνη και φάγαμε από τα γλυκά της μαμάς Αντιγόνης. Η μαμά Μαρία μας διάβαζε Χριστουγεννιάτικες ιστορίες δίπλα στο τζάκι.  Έξω χιόνιζε και εγώ παρακαλούσα το αυτοκίνητο που θα ερχότανε για την Άννη να βούλιαζε μέσα στο χιόνι ή να έμενε από λάστιχο.  Τις σκέψεις μου, μου τις χάλασε η Άννη με μια βαλίτσα στο χέρι.

«Ιωάννα έχω να σου πω ένα μεγάλο μυστικό».

Γύρισα και την κοίταξα με μάτια κλαμένα και χωρίς δεύτερη κουβέντα εξαφανίστηκα στο δωμάτιο μου.  Ήξερε, ήξερε και δεν μίλησε.  Δεν μπήκε στον κόπο να με ακολουθήσει.  Αποχαιρέτησε όλα τα παιδιά ένα προς ένα και με δάκρυα στα μάτια έδωσε το γράμμα που είχε γράψει για μένα στην μαμά Ισμήνη.

«Πες της να μην μου κρατήσει κακία.  Πάντα ήθελα μια οικογένεια διαφορετική από την δική μας.  Πάντα ήθελα ένα μπαμπά».

«Το ξέρω κοριτσάκι μου, να πας στο καλό και για ό,τι χρειαστείς εμείς είμαστε εδώ.  Η πόρτα μας θα είναι πάντα ανοικτή για σένα».

Η Άννη άνοιξε την μεγάλη πόρτα.  Την είδα να γυρίζει με μάτια γεμάτα δάκρυα και να μου στέλνει φιλί από μακριά.  Δεν άντεξα και έτρεξα στην αγκαλιά της.

«Θα γίνεις λοιπόν και εσύ η Άννη της καρδιάς.  Μη με ξεχάσεις να ξανάρθεις μ’ ακούς, να ξανάρθεις».

Για είκοσι ολόκληρα χρόνια η Άννη εξαφανίστηκε δεν έγραψε, δεν πήρε τηλέφωνο.  Δεν την έψαξα μιας και η μαμά Ισμήνη μου είπε πως ζει ευτυχισμένη και θα ήταν καλύτερα να μην της αναστατώνουμε την καινούργια της ζωή.  Το σεβάστηκα με πόνο καρδιάς. Αν και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε ένα ζευγάρι που ήθελε να με πάρει στο σπίτι τους αρνήθηκα.  Ήθελα να μείνω εδώ για την μαμά Ισμήνη και για την Άννη.  Πάντα βαθιά μέσα μου πίστευα πως η Άννη θα γυρνούσε έστω και για καλημέρα.

Είκοσι χρόνια αργότερα η ΄Αννη βρέθηκε στο κατώφλι του μεγάλου σπιτιού.  Ήταν Χριστούγεννα.  Την ίδια ώρα που είχε φύγει κάποτε, την ίδια ώρα η Άννη μου,  κτύπησε την πόρτα μας.  Αλλάξαμε και οι δυό μας αρκετά από τότε.  Εγώ έγινα υπεύθυνη του μεγάλου σπιτιού.  Η  μαμά Μαρία με την μαμά Αντιγόνη μας άφησαν για το μεγάλο τους ταξίδι.  Η μαμά Ισμήνη έγινε η γιαγιά των παιδιών μου.  Κράτησα το μεγάλο σπίτι με τα παιδιά σε μια προσπάθεια μου να κρατηθώ από αυτά αλλά και για να μπορέσει να με ξαναβρεί η ΄Αννη.

Εκείνα τα Χριστούγεννα όπως και κάθε Χριστούγεννα από τότε η Άννη σαν καλή νονά και νεράιδα ερχόταν γεμάτη δώρα για μένα, για την γιαγιά Ισμήνη και για τα παιδιά.  Ήταν ο δικός μας Αϊ Βασίλης.

Τα Χριστούγεννα μου ομόρφυναν με την παρουσία της Άννης στην ζωή μου ξανά.

 

 

Η Άννη

 

Με λένε Άννη, η Άννη της καρδιάς.  Από τότε που γεννήθηκα μέχρι τα 10 μου χρόνια ήμουν χωρίς επίθετο.  Ζούσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι με τρεις μαμάδες, τη μαμά Μαρία, τη μαμά Αντιγόνη και τη μικρή μαμά Ισμήνη, αλλά χωρίς μπαμπά.  Πάντα ήθελα να αποκτήσω μπαμπά.  Το περίμενα πώς και πώς.

Μια κρύα μέρα του Χειμώνα, έξω χιόνιζε, η μαμά Μαρία με βρήκε έξω από την πόρτα του μεγάλου σπιτιού.  Το κλάμα μου ήταν τόσο μεγάλο που η μαμά Μαρία έτρεξε για να ανοίξει την πόρτα.  Με βρήκαν μέσα σ’ ένα καλαθάκι με όλα μου τα υπάρχοντα.  Μια κουβερτούλα, ένα σταυρουδάκι και ένα γράμμα.

Πριν προλάβει η μαμά Μαρία να κλείσει την πόρτα ένα άλλο κλάμα γοερό ακούστηκε λίγο πιο κάτω.  Κάτω από ένα μεγάλο δέντρο ένα δεύτερο καλαθάκι με ένα άλλο μωρό κρύωνε και φώναζε δυνατά.  Η μαμά Ισμήνη, η μικρότερη έτρεξε να την πάρει.  Η πόρτα του μεγάλου σπιτιού έκλεισε και οι δύο μας σταματήσαμε να κλαίμε.  Η ζεστασιά του, μας έκανε να ηρεμίσουμε και να χαμογελάσουμε επιτέλους. Η μέρα εκείνη ήταν σημαδιακή και για τις δυο μας.  Από τότε εγώ και η Ιωάννα γίναμε αδελφές.  Μοιραζόμασταν για 10 ολόκληρα χρόνια το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι μια και πολλές φορές τα πρωινά μας έβρισκαν και τις δυο κουλουριασμένες και αγκαλιασμένες να κοιμόμαστε αγκαλιά.   Τη μέρα που γιορτάζαμε και οι δυο τα γενέθλια μας, στο μεγάλο σπίτι γινότανε ο χαμός με τις φωνές μας. 

Η Ιωάννα ήταν αγοροκόριτσο σε αντίθεση με εμένα που φοβόμουνα ακόμη και τα μυρμήγκια. Το αυτί του μεγάλου σπιτιού όπως τη λέγαμε, κρυφάκουγε συχνά πίσω από τις πόρτες και έτσι το βράδυ είχα πάντα και μία ιστορία να ακούσω από εκείνη.. Είχαμε ορκιστεί και οι δύο  με τα χρόνια πως θα μέναμε πάντα μαζί και πως δεν θα φεύγαμε ποτέ από το μεγάλο σπίτι.  Μόνο που εγώ δεν τήρησα την υπόσχεση μου.  Βαθιά μέσα μου ονειρευόμουνα ένα σπίτι, μια μαμά, ένα μπαμπά.  Ζήλευα όταν έφευγε ένα παιδί από το σπίτι.  Η Ιωάννα έτρεχε στο μεγάλο δέντρο, εκείνο που την βρήκανε όταν ήτανε μικρή, ανέβαινε στα κλαδιά του και του φώναζε  «Να ξανάρθεις, μην με ξεχάσεις.  Να μου γράφεις!!».  Με αυτό τον τρόπο το αποχαιρετούσε.  

Κάπου κοντά στα 8, η μαμά Μαρία μου έδωσε το γράμμα της μαμάς μου. 

«΄Αννη μου, 

Συγνώμη που σε άφησα έξω από τη πόρτα του ορφανοτροφείου.  Δεν είχα άλλη επιλογή, ήμουν μόλις 16 χρονών και η μαμά μου δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της να σε κρατήσω.  Ρίσκαρα όμως, σε γέννησα και αποφάσισα να σε αφήσω στο μεγάλο σπίτι. Συγγνώμη μωρό μου,

 η μαμά σου.»

Η σκέψη μου γύρισε στη λέξη ορφανοτροφείο.  Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη αυτή.  Άρα το μεγάλο σπίτι το λένε ορφανοτροφείο.  Το γεγονός ότι με άφησε εκεί και ότι δεν είχε ούτε ένα όνομα στο γράμμα της εκτός από το δικό μου δεν με ένοιαξε καθόλου.  Άφησα το γράμμα στο τραπέζι.  Γύρισα και κοίταξα την μαμά Μαρία.  «Δεν με νοιάζει μαμά» της είχα πει και γύρισα στο δωμάτιο μου.  Εκείνο το βράδυ έκλαψα, έκλαψα πολύ.  Από εκείνη τη μέρα η επιθυμία μου να βρω μια οικογένεια και να εξαφανιστώ μεγάλωνε περισσότερο.

Ένα απόγευμα, ένα χρόνο αργότερα, ένα ζευγάρι, υποψήφιοι γονείς, βρέθηκαν στο γραφείο της μαμάς Μαρίας. Θα συναντούσαν την Ιωάννα...  Η ίδια ήταν άρρωστη στο κρεβάτι και έτσι αποφάσισα να πάρω εγώ τη θέση της πίσω από την πόρτα.  Μιλούσαν χαμηλόφωνα και δεν μπορούσα να ακούσω καλά.  Άνοιξα τότε δειλά, δειλά την πόρτα και μπήκα μέσα.  Προφασίστηκα πως έψαχνα κάτι και έτσι είδα μια όμορφη κυρία που τη συνόδευε ένας γοητευτικός κύριος.  Φυσικά η μαμά Μαρία θύμωσε και με έδιωξε από το δωμάτιο αλλά πριν προλάβω να βγω η όμορφη κυρία μου φώναξε:

«Πως σε λένε μικρή μου».

«΄Αννη».

«Πολύ ωραίο όνομα ΄Αννη και εμένα με λένε Ελένη».

«Πόσο χρονών είσαι;» 

«9 ετών».

Της χαμογέλασα, έτρεξα και βγήκα από το δωμάτιο.  Δεν ξέρω τι άλλο είχε ειπωθεί εκείνη τη μέρα.  Μόνο 2 βδομάδες αργότερα μου είπαν πως θα πήγαινα με τη μαμά Ισμήνη ένα μεγάλο περίπατο μιας και ήμουν ένα πολύ φρόνιμο παιδάκι.  Η Ιωάννα διαμαρτυρήθηκε που δεν θα ερχόταν μαζί μας αλλά οι πολλές τις σκανδαλιές  βοήθησαν να βρεθεί και η κατάλληλη δικαιολογία.  Η Ιωάννα θα έμενε πίσω γιατί έκανε όλη τη βδομάδα ζωηράδες...

Φύγαμε με το αυτοκίνητο.  Περάσαμε μέσα από το μεγάλο δάσος και εγώ θαύμαζα της ομορφιές της φύσης.  Κάποια στιγμή περάσαμε μέσα από μια μεγάλη πόρτα, μας άνοιξε ένας καλοντυμένος κύριος, κάναμε τη μικρή διαδρομή μέχρι το μεγάλο σπίτι και σταματήσαμε.  Δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω, δεν μπόρεσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη.  Η πόρτα άνοιξε και η όμορφη κυρία, η Ελένη, ήταν εκεί καλοντυμένη , με ένα όμορφο χαμόγελο να με καλωσορίζει.  Φάγαμε, μιλήσαμε και αφού περάσαμε ένα όμορφο απογευμα,  αποχαιρετιστήκαμε.  Έπρεπε να επιστρέψω.  Ποτέ και σε κανένα, ακόμη και στην Ιωάννα, δεν είχα πει πως πέρασα εκείνο το απόγευμα.  Οι μόνοι μάρτυρες ήταν η μαμά Ισμήνη και η όμορφη κυρία Ελένη.

Μήνες αργότερα ήρθε το μήνυμα πως ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω το μεγάλο σπίτι. Έκλεισα πια τα 10 και ξημέρωνε Χριστούγεννα.  Έπρεπε να μιλήσω στην Ιωάννα.  Επιτέλους θα χα μια οικογένεια. Για μέρες σκεφτόμουνα τι να της έλεγα.  Ένοιωθα τύψεις, ήξερα πως την πρόδιδα αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.  Η επιθυμία μου να έχω μια μαμά και έναν μπαμπά με έκανε να κρατήσω το μεγάλο μυστικό.  Εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωινό μετά την εκκλησία είχε περάσει πολύ γρήγορα.  Το μεσημέρι φάγαμε τη μεγάλη γαλοπούλα της μαμάς Ισμήνης και τα γλυκά της μαμάς Αντιγόνης.  Πήρα μια βαθειά ανάσα και έφυγα από το μεγάλο δωμάτιο, τη τραπεζαρία.  Είδα την Ιωάννα που με κοιτούσε με μάτια τρομαγμένα αλλά εγώ προχώρησα χωρίς να ξαναγυρίσω πίσω.  Ήξερα πως αυτό που έκανα δεν ήταν καθόλου έντιμο από μέρους μου αλλά η επιθυμία μου για οικογένεια ήταν πιο μεγάλη.  Πήγα στο δωμάτιο μας, πήρα την βαλίτσα που είχα ετοιμάσει και βγήκα.  Γύρισα στο μεγάλο δωμάτιο.  Η Ιωάννα λες και ήξερε τα πάντα έφυγε τρέχοντας, δεν περίμενε καν να την αποχαιρετήσω.  Το μόνο που πρόλαβα να της φωνάξω ήταν ένα μεγάλο συγνώμη και να δώσω ένα μικρό γράμμα για εκείνη.  Τους αποχαιρέτησα όλους και πριν προλάβω να βγω από την πόρτα την είδα να τρέχει και να με αγκαλιάζει.  «Θα γίνεις και εσύ η ΄Αννη της καρδιάς μου.  Μη με ξεχάσεις, να ξανάρθεις... μ’ ακούς... να ξανάρθεις» ήταν τα τελευταία της λόγια.  Ήταν και τα τελευταία μου Χριστούγεννα εκεί.  Τα Χριστούγεννα του  ‘90.

 

ΥΓ. Ένα μέρος του κειμένου στάλθηκε για τον διαγωνισμό με τον Ε.Π.Ο.Κ. είναι Χριστούγεννα και πήρε το δεύτερο βραβείο διηγήματος Δεκέμβριος του 2020


 

Αυτό που σου έδωσε το βραβείο είναι ο συναισθηματισμός που αιωρείται με ξεχωριστή μαεστρία μέσα από τη ροή. Πέτυχες να μιλάς χωρίς τίποτα να’ ναι δεδομένο και χωρίς από την αρχή να μπορεί κανείς  να δει την εξέλιξη αλλά ούτε να μπορεί να διακρίνει σαφέστατα τις σχέσεις των ηρώων.  Τα παραπάνω είναι στοιχεία που απογειώνουν μια ιστορία και την τοποθετούν στο βάθρο των ξεχωριστών γραπτών, κατάφερες να προσπεράσεις με μοναδικό τρόπο τις περιγραφές του χώρου εκπληκτικά.

 

 Γρηγόρης Παπαιωάννου

ποιητής-συγγραφέας

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου